..να μη ξανασκεφτεί..την έννοια
..να την αποχωριστεί
..πάλεψε
..πάλεψε
..πάλεψε
..να γίνει μια μπλε ανάμνηση
...βαθιά μπλε ανάμνηση
ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ -Τα πάντα στην αντίληψη μας είναι θέμα προσδιορισμού και καταγραφής. Αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο με τρόπο τέτοιον, ανάλογο των εμπειριών μας. Ακόμα και η εποχή της γέννησης μας καθορίζει τρόπο. Τα πάντα είναι σχετικά.
Ήθελε να ξέρει να μαθαίνει, να ρωτά και να διδάσκει της δικής του εμπειρίας την αλήθεια, να την βάζει δίπλα δίπλα με των άλλων τις αξίες μήπως έτσι και οι δύο κερδίσουν κάτι νέο, να φωτίζει…
Ήθελε πάντα να εύχεται και να ελπίζει, να πιστεύει, να προσδοκά πως το αόρατο είναι πιο πραγματικό από το φαινομενικά ορατό και πως ήταν εφικτό να το δει ο κάθε ένας χωριστά, μαζί και πάλι χωριστά…
Ήθελε να σέβεται την ελευθερία του διαλόγου, γιατί πίστευε πως με αυτήν κατακτάς Τον Λόγο και πως μέσα σε αυτόν κρύβεται το μυστικό της κοινωνίας των ανθρώπων που θέλει να φτιάχνει φτιασίδια…
Ήθελε να ζει να αγαπά και να μαθαίνει λέγοντας καλημέρα στον άγνωστο περαστικό που τυχαία περνούσε από τον δρόμο του και τον κοίταζε στα μάτια, για να του πει εδώ είναι η ώρα, τώρα…
Ήθελε να ζει να αγαπά και να μαθαίνει,δίνοντας το σ’ αγαπώ με πράξεις και με λέξεις εκεί που η ανάγκη ζήταγε καρτερικά τη λύση να λυθεί απ’ τα δεσμά της λήθης και του παρελθόντος θρήνου και του πόνου…
Ήθελε να χαθεί από το πλήθος που λυσσομανούσε για επιτυχία γιατί πίστευε πως η ευτυχία βρίσκεται σε άλλους δρόμους που πάσχιζε να στρώσει μα δεν άκουγαν και επέμεναν στις εμμονές τους πατώντας…
Ήθελε να σβήσει τα ίχνη του και να χαθεί μέσα στο πλήθος..να πείσει ότι δεν υπήρξε γιατί έτσι τον έκαναν να νοιώσει αναιρώντας την συμβολή του στα δύσκολα μονοπάτια εκεί που η κατανόηση τότε σήμαινε κάτι και την έδινε…
Ήθελε να χαθεί από την μοναξιά του πλήθους για να βρει την κοινωνία στην πληθώρα της μοναχικότητας, μέσα σε απομεινάρια έργων του παρελθόντος να του θυμίσουν πως ή ελπίδα δεν χάθηκε…
Ήθελε να ήθελαν…Δημήτρης Αναστασάκης - Δεκέμβριος 2009
Στο ακραίο και ανελέητο στην εικονογράφησή του θρίλερ, η 38χρονη γαλλίδα ηθοποιός αναλαμβάνει να υποδυθεί μια μητέρα τραυματισμένη από τον χαμό του μικρού της παιδιού, η οποία ταξιδεύει με τον ψυχίατρο σύζυγό της στο απομονωμένο εξοχικό τους, στην καρδιά ενός ομιχλώδους δάσους, γυρεύοντας εκεί λίγη ηρεμία.
Μόνο που οι δαίμονες της ηρωίδας του προβοκάτορα δανού σκηνοθέτη επιστρέφουν για να ξεσπάσουν επάνω στην ίδια και στον ανυποψίαστο άντρα της, πυροδοτώντας μια μέχρις εσχάτων μάχη μεταξύ των δύο, η οποία μεταφράζεται σε τολμηρό σεξ, σαδιστική βία και μερικές σκηνές που τραυμάτισαν την ευαισθησία πολλών θεατών του φετινού φεστιβάλ των Κανών.
Ανάμεσα σε αυτές βρίσκονται και τα διαβόητα πλέον πλάνα στα οποία η Σαρλότ εκτός εαυτού επιδίδεται σε πραγματικό αυνανισμό επί οθόνης, πληγώνει τα γεννητικά όργανα του συζύγου της με μια πέτρα και κόβει την κλειτορίδα της με ένα ψαλίδι.
«Με τρόμαξε το σενάριο»
Αδυνατώντας να βγάλω τις εικόνες αυτές από το μυαλό μου, πηγαίνω δυο μέρες μετά την προβολή της ταινίας να συναντήσω την ηθοποιό, σε ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο της Κυανής Ακτής. Καθισμένη σε μια ψάθινη πολυθρόνα, απολαμβάνοντας την υπέροχη θέα της θάλασσας και γεμίζοντας διαρκώς το φλιτζάνι της με χαλαρωτικό τσάι, η ήρεμη και χαμογελαστή Σαρλότ μοιάζει έτη φωτός μακριά από τη δαιμονική και αυτοκαταστροφική ηρωίδα της στο φιλμ:
-Θα μου πείτε, εντελώς ειλικρινά, αν σας άρεσε ο εαυτός σας στην ταινία;
«Οχι, δεν μου άρεσε. Για καθετί καλό και σωστό που διέκρινα, υπήρξαν ένα σωρό άλλα πράγματα τα οποία δεν μου άρεσαν καθόλου. Μερικοί ηθοποιοί παρατηρούν τον εαυτό τους με σκοπό να μάθουν από τα λάθη τους και να γίνουν καλύτεροι. Ενας από αυτούς είμαι κι εγώ».
-Πολλά σημεία στην ταινία παραμένουν μέχρι τέλους πεισματικά αόριστα και αινιγματικά. Θα μπορούσατε να τα αποκρυπτογραφήσετε;
«Ακόμη κι αν είχα μια σαφή και ξεκάθαρη άποψη, θα δυσκολευόμουν να την εκφράσω γιατί υπήρξα κομμάτι του φιλμ. Πιστεύω πως οποιοσδήποτε θεατής το δει θα μπορέσει να αποκτήσει μια πιο ξεκάθαρη άποψη από μένα. Δεν μπορώ, επίσης, να σας πω τι αποκόμισα από τις συζητήσεις μου με τον Τρίερ πάνω στην ταινία, διότι στάθηκε αδύνατο να εκμαιεύσω κάτι από αυτόν. Του έκανα τόσο πολλές ερωτήσεις κατά καιρούς, από τις οποίες μονίμως ξεγλιστρούσε, ώστε αποφάσισα κάποια στιγμή να πάψω να ρωτάω».
-Πώς αντιδράσατε όταν διαβάσατε πρώτη φορά το σενάριο;
«Με τρόμαξε πολύ, το τι θα απαιτούσε από εμένα να κάνω. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω τους ενδοιασμούς μου να με εμποδίσουν από το να δουλέψω με έναν σκηνοθέτη του οποίου τις ταινίες εκτιμούσα τόσο. Βέβαια, στην αρχή ο Λαρς φον Τρίερ φάνηκε πολύ διστακτικός απέναντί μου».
-Για ποιον λόγο;
«Ηταν παράξενο. Ταξίδεψα μέχρι τη Δανία για να τον συναντήσω. Μπήκα στο σπίτι του και ήταν σχεδόν βουβός. Μιλούσε ελάχιστα, έτρεμε συνεχώς και με έφερε σε τρομερά δύσκολη θέση, επειδή δεν περίμενα καθόλου ότι θα συναντούσα έναν άνθρωπο σε τέτοια κατάσταση. Του ζήτησα κάποιες διευκρινίσεις σχετικά με πράγματα που μου προκάλεσαν απορία στο σενάριο κι εκείνος δεν μου μιλούσε καθόλου. Χωρίς να χάσω την ψυχραιμία μου, συνέχισα να τον αντιμετωπίζω φυσιολογικά και να ελπίζω για κάποιο είδος επαφής μεταξύ μας, μέχρι που η ώρα κύλησε και έφυγα. Μια εβδομάδα αργότερα, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι ήθελε να παίξω τον ρόλο. Η αλήθεια είναι ότι δεν κατάλαβα ποτέ για ποιον λόγο με επέλεξε να γίνω πρωταγωνίστριά του και δεν βρήκα το θάρρος να τον ρωτήσω. Από το ξεκίνημα των γυρισμάτων, όμως, αισθάνθηκα ότι έπρεπε να φανώ αντάξια αυτού που προσδοκούσε από εμένα. Κατά κάποιον τρόπο ένιωθα ότι υποδυόμουν εκείνον. Εκείνος ήταν η γυναίκα την οποία ερμήνευα στο φιλμ».
-Στη συνέντευξη τύπου που έδωσε, πάντως, ο σκηνοθέτης δήλωσε πως εσείς η ίδια τον οδηγήσατε να σπρώξει την ταινία του στα άκρα.
«Ημουν απλώς διατεθειμένη να φτάσω μέχρι εκείνο το σημείο που ήθελε να φτάσω. Να κάνω τον εαυτό μου εύθραυστο και διαθέσιμο σε αυτόν, γιατί τον εμπιστευόμουν απολύτως. Προσπάθησα λοιπόν να αφεθώ όσο μπορούσα, γνωρίζοντας ότι θα βρισκόταν εκεί να με πιάσει, αν πηδούσα στο κενό. Παρ’ όλο που το γύρισμα ήταν συχνά οδυνηρό, δεν υπήρξε η παραμικρή σκληρότητα ή σαδισμός από μέρους του. Αισθανόμουν ασφαλής και προστατευμένη. Πρέπει να σας πω, βέβαια, ότι, ακόμη και την πιο συμβατική σκηνή να γυρίζει, ο Τρίερ επιμένει να σε σπρώχνει διαρκώς στα άκρα. Δεν έβαζε ποτέ τελεία, γιατί ήθελε εμένα και τον συμπρωταγωνιστή μου, τον Γουίλεμ Νταφόου, να ξεπεράσουμε τα όρια. Ελεγε “Μην ανησυχείτε αν στο τέλος της μέρας αισθάνεστε άσχημα ή σας πιάνει απελπισία. Είναι φυσιολογικό, συμβαίνει με όλους μου τους ηθοποιούς αυτό!” (γέλια)».
Τρόμος και υπερβολή
-Δηλώσατε πρόσφατα ότι η ταινία σάς βοήθησε να εξερευνήσετε μια μαζοχιστική πτυχή του εαυτού σας, στην οποία δεν είχατε ποτέ άλλοτε εμβαθύνει. Δεν είναι αλήθεια, όμως, ότι όλοι οι ηθοποιοί αρέσκονται κατά κάποιον τρόπο να υποφέρουν στα χέρια κάποιου σκηνοθέτη;
«Η όλη διαδικασία άσκησε επάνω μου μια νοσηρή μορφή απόλαυσης. Απολάμβανα τον σωματικό πόνο, το κλάμα, τα ουρλιαχτά, τη σωματική και συναισθηματική μου έκθεση. Ηταν όλα τόσο εξεζητημένα και έντονα και τρομαχτικά και υπερβολικά, ένας περίεργος συνδυασμός πόνου και χαράς, τον οποίο όμως βρήκα συναρπαστικό. Δεν είμαι παρά ένα υλικό, όπως είναι ο πηλός στα χέρια κάποιου γλύπτη. Ο Λαρς έπλασε από μένα κάτι που δεν περίμενα ποτέ».
-Μια και η ταινία χρησίμευσε σε μεγάλο βαθμό ως μια εξωτερίκευση της κατάθλιψης στην οποία βρισκόταν τα τελευταία δύο χρόνια ο Λαρς φον Τρίερ, σας δόθηκε η ευκαιρία να συζητήσετε μαζί του την ψυχολογική του κατάσταση;
«Δεν κάναμε απευθείας συζητήσεις. Μου προκαλούσαν όμως μεγάλη νευρικότητα και αμηχανία οι κρίσεις πανικού που πάθαινε στη διάρκεια κάποιων γυρισμάτων. Κάθε φορά που άρχιζε να τρέμει και να τραυλίζει, δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Ομως, αμέσως μετά εκείνος είχε τη γενναιοδωρία να μου εκμυστηρευθεί τους φόβους του».
-Νιώσατε καθόλου την ανάγκη να συμβουλευθείτε τη μητέρα σας, την Τζέιν Μπίρκιν;
«Η μητέρα μου υπήρξε η σπουδαία εξομολόγος μου. Της έστελνα μηνύματα συνέχεια και στο τέλος κάθε μέρας μιλούσαμε στο τηλέφωνο για τη βία και τα αίματα, τις σκηνές σεξ και τον αυνανισμό -ξέρετε όλα τα απλά καθημερινά πράγματα που περνούσα στο γύρισμα (γέλια). Κι εκείνη με άκουγε και με καθησύχαζε. Για έναν μάλλον σαχλό λόγο, ωστόσο, είχα την εντύπωση ότι το γεγονός ότι είχε και εκείνη υπάρξει στα νιάτα της σκανδαλώδης, μαζί με τον πατέρα μου, σήμαινε ότι θα μπορούσα κι εγώ τώρα να αποβάλω τις αναστολές μου».
-Πίσω από όλη τη μυθολογία για εκείνη και τον πατέρα σας υπάρχει κάτι που να ανταποκρίνεται στους γονείς που γνωρίσατε εσείς;
«Οπως είπατε κι εσείς ο ίδιος, μιλάμε πρωτίστως για μυθολογίες. Και στις μυθολογίες δεν υπάρχει τίποτα που να πλησιάζει έστω και ελάχιστα την αλήθεια. Ο Σερζ Γκενσμπούργκ και η Τζέιν Μπίρκιν που κουβαλώ εγώ μέσα μου είναι δυο διαφορετικοί άνθρωποι από αυτούς για τους οποίους έχετε ακούσει και διαβάσει»
Πηγή : http://evdomos.wordpress.com/2009/05/31/
«Ενημερώθηκα στο Κέντρο Επιχειρήσεων από τους αρμόδιους. Η κατάσταση εξακολουθεί να είναι δύσκολη. Η υπερπροσπάθεια συνεχίζεται, σε όλα τα μέτωπα, και στη διάρκεια της νύχτας από τις επίγειες δυνάμεις», δήλωσε ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, ο οποίος μετέβη αργά το βράδυ στο Συντονιστικό Επιχειρησιακό Κέντρο Υπηρεσιών του Πυροσβεστικού Σώματος
«Θέλω, με την ευκαιρία αυτή, να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους όσοι συμμετέχουν σ' αυτή την πολύ δύσκολη μάχη», πρόσθεσε.....(απο naftemporiki.gr)
Ο Μάνος Κατράκης γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1908 στο Καστέλι Κισσάμου, στην Κρήτη. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του έμπορου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης. Πριν συμπληρώσει τα 10 του χρόνια η οικογένεια του μετακόμισε στην Αθήνα καθώς οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαιναν και τόσο καλά και θεώρησαν πως η πρωτεύουσα θα προσέφερε περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες από τη Μεγαλόνησο.
Τον μικρό Μάνο «γοήτευε» το ποδόσφαιρο. Έπαιζε αρχικά στην ομάδα του «Κεραυνού» και μετά στον «Αθηναϊκό». Κάποια στιγμή σε νεαρή ηλικία αναγκάζεται να γίνει ο «προστάτης» της οικογένειας καθώς ο πατέρας του λείπει πια συνεχώς και ο μεγαλύτερος αδερφός του Γιάννης είναι ήδη ξενιτεμένος στην Αμερική.
Γρήγορα πάντως το ταλέντο του θα ανακαλυφθεί. Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή στην Αθήνα το 1927. Ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας θα ενθουσιαστεί από το μπρίο και τη δυναμικότητα του νεαρού και έτσι ένα χρόνο αμέσως μετά θα παίξει στην πρώτη βουβή ταινία «Το λάβαρο του '21» (1928). Ταυτόχρονα σχεδόν συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις τοπικών θιάσων, όπως του «Θιάσου Νέων» του Ανδρέα Παντόπουλου και του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, μέχρις ότου καταφέρνει να μπει στο Εθνικό Θέατρο (1931).
Από κει και πέρα όλα άλλαξαν ραγδαία για τον Κατράκη. Η δεκαετία του '30 έφερε την καταξίωσή του στο θεατρικό σανίδι, τη γνωριμία του με εξέχουσες προσωπικότητες του καιρού (όπως ήταν η φιλία του με τον μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο) αλλά και τον πρώτο του γάμο, σε ηλικία 25 ετών, με την επίσης ηθοποιό, Άννα Λώρη. Από το 1933 έπαιξε κατά σειρά με τους θιάσους Λουδοβίκου Λούη, Μήτσου Μυράτ, Βασίλη Αργυρόπουλου και Μαρίκας Κοτοπούλη μέχρι το 1935 όταν επαναπροσλήφθηκε από το Εθνικό θέατρο.
Ο γάμος του τέλειωσε σύντομα και γρήγορα ήρθε ο πόλεμος κι η κατοχή. Συμμετείχε στο μέτωπο και πολέμησε γενναία αλλά δραματικά γεγονότα στιγμάτισαν την τότε ζωή του: ένας δεύτερος γάμος που κι αυτός δεν ορθοπόδησε, ο χαμός κατά τη γέννα των μοναδικών δίδυμων παιδιών του, η ένταξή του στο ΕΑΜ και στην αριστερά, που τον έβαλαν αργότερα στο στόχαστρο των συντηρητικών παρατάξεων. Το 1943, όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946 όταν επαναπροσλήφθηκε στο Εθνικό Θέατρο για ένα έτος. Τότε, αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αη Στράτη, μέχρι το 1952. Η φιλία του και η κοινή πορεία με συναγωνιστές του, όπως ο Γιάννης Ρίτσος και ο Γιάννης Χοντζέας, τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τις δραματικές αυτές στιγμές. Ταυτόχρονα είχε τη δύναμη να εμψυχώνει όποιον συναντούσε στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη.
Όταν πια στις αρχές της δεκαετίας του '50 επιστρέφει στην Αθήνα οριστικά, το μετεμφυλιακό κλίμα είναι βαρύ. Λίγες πόρτες ανοιχτές, λίγες δουλειές. Αναγκάζεται να εργαστεί ευκαιριακά (στο ραδιόφωνο στην αρχή) αλλά σιγά-σιγά κατορθώνει να πάρει μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Επίσης το 1951 - 1952 διοργανώνει «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Το 1952 πρωταγωνίστησε στον «Προμηθέα» του Αισχύλου με τον Θυμελικό θίασο του Καρζή σε Δελφούς και Αθήνα όπου μετά την παράσταση δέχεται την έκφραση συγχαρητηρίων από τους Βασιλείς. Ακολούθως πρωταγωνίστησε στο θίασο της Κοτοπούλη και το 1953 οργάνωσε δικό του θίασο. Από του 1954 είναι πρωταγωνιστής του «Θεάτρου Αθηνών» και από το επόμενο έτος του «Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου» στο οποίο ανέβαιναν συνεχώς παραστάσεις και με μεγάλη επιτυχία.
Στα 1954 θα γνωρίσει την πιο σημαντική σύντροφο της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του (τρίτη και τελευταία), τη Λίντα Άλμα μετά από μία θεατρική πρεμιέρα. Από κείνη τη μέρα και μετά δε θα τους ξαναχωρίσει τίποτα, μονάχα ο θάνατος του μεγάλου ηθοποιού, τριάντα χρόνια αργότερα.
Η επόμενη περίοδος ήταν η πιο λαμπρή για τον Κατράκη, τον καθιέρωσε και τον καταξίωσε ως μεγάλο άνθρωπο της τέχνης στη συνείδηση όλων.
Οι μεγάλες αγάπες του Μάνου Κατράκη ήταν εκτός από το θέατρο και την τέχνη γενικότερα (σκιτσάριζε και έγραφε ποίηση), οι γυναίκες και ο ιππόδρομος. Πολλά έχουν ειπωθεί για αυτά του τα πάθη, ωστόσο το μόνο αναμφισβήτητο είναι το αστείρευτο και φυσικό του ταλέντο, η υπέροχη φωνή του (π.χ. όταν απαγγέλλει το «Άξιον Εστί» του Ελύτη ή το «Πέντε η ώρα που βραδιάζει» από το θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας του Λόρκα), τα αδιαπραγμάτευτα ιδανικά του.
Η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του δημιούργησε με τον καιρό προβλήματα και η υγεία του εξασθένησε. Μανιώδης καπνιστής σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αρνήθηκε να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας. Έτσι, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας στην οποία πρωταγωνίστησε -το Ταξίδι στα Κύθηρα με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο- άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, σε ηλικία 76 ετών.