Σάββατο 15 Αυγούστου 2009

Μάνος Κατράκης Ο Τραγικός Δράστης!


Ο Μάνος Κατράκης γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1908 στο Καστέλι Κισσάμου, στην Κρήτη. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του έμπορου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης. Πριν συμπληρώσει τα 10 του χρόνια η οικογένεια του μετακόμισε στην Αθήνα καθώς οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαιναν και τόσο καλά και θεώρησαν πως η πρωτεύουσα θα προσέφερε περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες από τη Μεγαλόνησο.

Τον μικρό Μάνο «γοήτευε» το ποδόσφαιρο. Έπαιζε αρχικά στην ομάδα του «Κεραυνού» και μετά στον «Αθηναϊκό». Κάποια στιγμή σε νεαρή ηλικία αναγκάζεται να γίνει ο «προστάτης» της οικογένειας καθώς ο πατέρας του λείπει πια συνεχώς και ο μεγαλύτερος αδερφός του Γιάννης είναι ήδη ξενιτεμένος στην Αμερική.

Γρήγορα πάντως το ταλέντο του θα ανακαλυφθεί. Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή στην Αθήνα το 1927. Ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας θα ενθουσιαστεί από το μπρίο και τη δυναμικότητα του νεαρού και έτσι ένα χρόνο αμέσως μετά θα παίξει στην πρώτη βουβή ταινία «Το λάβαρο του '21» (1928). Ταυτόχρονα σχεδόν συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις τοπικών θιάσων, όπως του «Θιάσου Νέων» του Ανδρέα Παντόπουλου και του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, μέχρις ότου καταφέρνει να μπει στο Εθνικό Θέατρο (1931).

Από κει και πέρα όλα άλλαξαν ραγδαία για τον Κατράκη. Η δεκαετία του '30 έφερε την καταξίωσή του στο θεατρικό σανίδι, τη γνωριμία του με εξέχουσες προσωπικότητες του καιρού (όπως ήταν η φιλία του με τον μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο) αλλά και τον πρώτο του γάμο, σε ηλικία 25 ετών, με την επίσης ηθοποιό, Άννα Λώρη. Από το 1933 έπαιξε κατά σειρά με τους θιάσους Λουδοβίκου Λούη, Μήτσου Μυράτ, Βασίλη Αργυρόπουλου και Μαρίκας Κοτοπούλη μέχρι το 1935 όταν επαναπροσλήφθηκε από το Εθνικό θέατρο.

Ο γάμος του τέλειωσε σύντομα και γρήγορα ήρθε ο πόλεμος κι η κατοχή. Συμμετείχε στο μέτωπο και πολέμησε γενναία αλλά δραματικά γεγονότα στιγμάτισαν την τότε ζωή του: ένας δεύτερος γάμος που κι αυτός δεν ορθοπόδησε, ο χαμός κατά τη γέννα των μοναδικών δίδυμων παιδιών του, η ένταξή του στο ΕΑΜ και στην αριστερά, που τον έβαλαν αργότερα στο στόχαστρο των συντηρητικών παρατάξεων. Το 1943, όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946 όταν επαναπροσλήφθηκε στο Εθνικό Θέατρο για ένα έτος. Τότε, αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αη Στράτη, μέχρι το 1952. Η φιλία του και η κοινή πορεία με συναγωνιστές του, όπως ο Γιάννης Ρίτσος και ο Γιάννης Χοντζέας, τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τις δραματικές αυτές στιγμές. Ταυτόχρονα είχε τη δύναμη να εμψυχώνει όποιον συναντούσε στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη.

Όταν πια στις αρχές της δεκαετίας του '50 επιστρέφει στην Αθήνα οριστικά, το μετεμφυλιακό κλίμα είναι βαρύ. Λίγες πόρτες ανοιχτές, λίγες δουλειές. Αναγκάζεται να εργαστεί ευκαιριακά (στο ραδιόφωνο στην αρχή) αλλά σιγά-σιγά κατορθώνει να πάρει μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

Επίσης το 1951 - 1952 διοργανώνει «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Το 1952 πρωταγωνίστησε στον «Προμηθέα» του Αισχύλου με τον Θυμελικό θίασο του Καρζή σε Δελφούς και Αθήνα όπου μετά την παράσταση δέχεται την έκφραση συγχαρητηρίων από τους Βασιλείς. Ακολούθως πρωταγωνίστησε στο θίασο της Κοτοπούλη και το 1953 οργάνωσε δικό του θίασο. Από του 1954 είναι πρωταγωνιστής του «Θεάτρου Αθηνών» και από το επόμενο έτος του «Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου» στο οποίο ανέβαιναν συνεχώς παραστάσεις και με μεγάλη επιτυχία.

Στα 1954 θα γνωρίσει την πιο σημαντική σύντροφο της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του (τρίτη και τελευταία), τη Λίντα Άλμα μετά από μία θεατρική πρεμιέρα. Από κείνη τη μέρα και μετά δε θα τους ξαναχωρίσει τίποτα, μονάχα ο θάνατος του μεγάλου ηθοποιού, τριάντα χρόνια αργότερα.

Η επόμενη περίοδος ήταν η πιο λαμπρή για τον Κατράκη, τον καθιέρωσε και τον καταξίωσε ως μεγάλο άνθρωπο της τέχνης στη συνείδηση όλων.

Οι μεγάλες αγάπες του Μάνου Κατράκη ήταν εκτός από το θέατρο και την τέχνη γενικότερα (σκιτσάριζε και έγραφε ποίηση), οι γυναίκες και ο ιππόδρομος. Πολλά έχουν ειπωθεί για αυτά του τα πάθη, ωστόσο το μόνο αναμφισβήτητο είναι το αστείρευτο και φυσικό του ταλέντο, η υπέροχη φωνή του (π.χ. όταν απαγγέλλει το «Άξιον Εστί» του Ελύτη ή το «Πέντε η ώρα που βραδιάζει» από το θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας του Λόρκα), τα αδιαπραγμάτευτα ιδανικά του.

Η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του δημιούργησε με τον καιρό προβλήματα και η υγεία του εξασθένησε. Μανιώδης καπνιστής σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αρνήθηκε να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας. Έτσι, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας στην οποία πρωταγωνίστησε -το Ταξίδι στα Κύθηρα με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο- άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, σε ηλικία 76 ετών.

Επιλεκτική ταινιογραφία


απο ΒίκιΠαιδία
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82

Αναΐς Νιν


Η Αναΐς Νιν (Anaïs Nin, 21 Φεβρουαρίου 1903 - 14 Ιανουαρίου 1977) ήταν Γαλλίδα συγγραφέας, ταξιδεύτρια και δοκιμιογράφος. Έγινε περισσότερο γνωστή μέσα από την έκδοση των ημερολογίων της. Ξόδεψε πάνω από 40 χρόνια, στο μεγάλο ταξίδι της αυτογνωσίας κι έγινε πασίγνωστη για τούτο ακριβώς. Πίστευε πως την ελευθερία, μας τη χαρίζει μόνο το μακρύ κι επίπονο ταξίδι προς την αυτογνωσία («Είναι εντάξει για μια γυναίκα, να 'ναι πάνω απ' όλα άνθρωπος. Εγώ ήμουν πρωτίστως γυναίκα»).

H Αναΐς Νιν γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1903 στο Νεϊγί της Γαλλίας. Πατέρας της ήταν ο συνθέτης-πιανίστας Joaquin Nin γεννημένος στη Κούβα, όπου επέστρεψε αργότερα, μα μεγαλωμένος στην Ισπανία, και μητέρα της η Rosa Culmell y Vigaraud, γαλλο-κουβανο-δανικής καταγωγής, κλασσική αοιδός και πολύ κοινωνική. Μετά από μια κοσμοπολίτικη παιδική ζωή, η Ρόζα εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη, το 1914, μαζί με τα τρία της παιδιά, - είχε άλλους δύο γιους, από προηγούμενο σύζυγο. Η Αναΐς Νιν ήταν αυτοδίδακτη, περνώντας πολύ χρόνο κατά τη νεότητά της, σε ταξίδια και διαβάζοντας σε βιβλιοθήκες. Έγραφε από μικρή, κυρίως στα γαλλικά κι άρχισε να γράφει στα αγγλικά, μετά τα 17 της.

Στα 20 της στη Νέα Υόρκη γράφεται να σπουδάσει Τέχνη, σε καθολικό σχολείο, μα αποβάλλεται. Ξεκινά να δουλεύει ως μοντέλο και χορεύτρια και στα 23 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη και καλλιτέχνη, Hugh Guiler, που αργότερα έγινε γνωστός ως παραγωγός ταινιών. Όταν άρχισε να γράφει μυθιστοριογραφία, μετακόμισε με τον σύζυγό της στο Παρίσι και συνδέθηκε με την ομάδα της Βίλας Σερά. Σημαντικό ρόλο και επίδραση είχε στη ζωή της ο Αμερικανός συγγραφέας, Χένρι Μίλερ. Γνωρίστηκαν το 1932 και ξεκίνησαν μια μακράς διάρκειας σχέση, επηρεάζοντας ο ένας τον άλλο τόσο στη τέχνη του όσο και στη ζωή του. Του χρηματοδότησε μάλιστα και το πρώτο του βιβλίο, Ο Τροπικός Του Καρκίνου, που έγινε αμέσως μεγάλη επιτυχία. Όταν η σχέση τους διακόπηκε, τον κατηγόρησε πως έτρεφε μειωτική άποψη για όλες τις γυναίκες, πως «τις βλέπει σα μια τρύπα, μια βιολογική ντροπή». Με τον Όττο Ρανκ, έναν άλλο εραστή της, ξεκίνησε να μελετά ψυχανάλυση, μετά από μερικές συνεδρίες ως ασθενής του Ρενέ Αλαντί, αλλά και του Καρλ Γιουνγκ για σύντομο διάστημα, και εργάζεται και ως λαϊκή ψυχαναλύτρια.

Η καριέρα της ως συγγραφέα ξεκίνησε το 1932 που δημοσίευσε μια σπουδή για το έργο του Ντ. Χ. Λόρενς και συνεχίστηκε αργότερα με αρκετά βιβλία. Στις αρχές της δεκαετίας του '40, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και δημοσίευσε έργα της με δικά της έξοδα. Με τον όλο κατανόηση για τις εξωσυζυγικές της δραστηριότητες, σύζυγο, απόλαυσε έναν ευτυχή και ήρεμο γάμο που κράτησε πάνω από 50 χρόνια. Ωστόσο, στην Καλιφόρνια, διατηρούσε ακόμα ένα σύζυγο, τον Rupert Pole και μαζί του έζησε 25 χρόνια. Δηλαδή η ζωή της από ένα σημείο και μετά, μοιράζονταν μεταξύ των δυο. Στις δεκαετίες '40 και '50, έκανε γνωριμίες με πολλούς νέους συγγραφείς της εποχής, μεταξύ αυτών οι Robert Duncan, Gore Vidal και James Leo Herlihy.

Ωστόσο, ακόμα και μέχρι το 1960, παρέμενε σχετικώς άγνωστη, μέχρι που δημοσίευσε τα Ημερολόγιά της, έργο που λογίζεται ως πρωτόλειο, δεδομένου ότι άρχισε να το κρατά από τα 11 της. Το δημοσιευμένο κομμάτι από αυτά -δέκα ολόκληροι τόμοι-, καλύπτει τις χρονιές από το 1934 μέχρι το 1974, όπου εμφανίζεται ανάγλυφα η πορεία της ως γυναίκας και καλλιτέχνιδος, με μια διαύγεια και διορατικότητα, ως προς τις αναλύσεις, αξιοθαύμαστη. Δημοσίευσε τον πρώτο τόμο όταν ήταν ήδη 63 ετών κι εκτός από βιογραφικό έργο, πρόκειται και για μια αναμφισβήτητα καλλιτεχνική εργασία. Κάθε τόμος έχει ένα ενοποιημένο, ομογενές και πλήρες θέμα. Σκηνές και άτομα, ζωηρά, πράγμα που εμφανίζεται σαφώς στους διαλόγους, και μακροσκελείς παρατηρήσεις, που αντιπαραβάλλονται με αινιγματικά σχόλια. Παρόλο που χαρακτηρίστηκε ναρκισσίστρια, η φεμινιστική τάση της, μαζί με την αέναη αναζήτηση της αυτογνωσίας της, την έκαναν ελκυστική ομιλήτρια για διαλέξεις στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Βέβαια δεν υπήρξε ποτέ ακτιβίστρια στο φεμινιστικό κίνημα και δε πίστεψε ποτέ στις αλλαγές των πολιτικών συστημάτων, επειδή: "Τα συστήματα είναι φθαρτά, έτσι νιώθω, πως οι μεγάλες αλλαγές θα προέλθουν από μεγάλη συλλογική αλλαγή στις ανθρώπινες συνειδήσεις".

Οι τελευταίοι τόμοι δημοσιεύτηκαν μετά θάνατο, στις αρχές της δεκαετίας του '80. Είχε πεθάνει στις 14 Ιανουαρίου του 1977, στο Λος Άντζελες.


http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD%CE%B1%CE%90%CF%82_%CE%9D%CE%B9%CE%BD

http://www.youtube.com/watch?v=AtLflH3-Jl4
http://www.youtube.com/watch?v=q-79JExuyEs

Κυρία της ελευθερίας & Εκάτη


Το Άγαλμα της Ελευθερίας, του οποίου η επίσημη ονομασία είναι "Η Ελευθερία φωτίζοντας τον κόσμο" (αγγλιστί "Liberty enlightening the World" γαλλιστί "la Liberte eclairant le monde"), είναι ένα κολοσσιαίο άγαλμα πάνω στην ομώνυμη νησίδα και μέσα στο άνω τμήμα του Κόλπου της Νέας Υόρκης. Το άγαλμα αυτό στήθηκε σε ανάμνηση της φιλίας των λαών των ΗΠΑ και της Γαλλίας.

Το συνολικό του ύψος είναι 93 μέτρα (302 πόδια) μαζί με το βάθρο, και κατά την εκδοχή της εγκυκλοπαίδειας Μπριτάννικα παρουσιάζει μια γυναίκα να κηρύττει την ελευθερία.
Η γυναίκα αυτή κρατάει έναν πυρσό στο υψωμένο δεξί της χέρι και μια ενεπίγραφη πλάκα στο αριστερό όπου αναγράφεται η ημερομηνία 4 Ιουλίου 1776. Ένας ανελκυστήρας ανεβάζει έως το ύψος του εξώστη και μια ελικοειδής σκάλα οδηγεί σε μιαν εξέδρα παρατηρήσεως πάνω στο στέμμα που φοράει η Ελευθερία.

0 πυρσός που κρατάει βρίσκεται σε 93 μέτρα ύφος πάνω από την επιφάνεια της θαλάσσης. Στην βάση του αγάλματος βρίσκεται το Αμερικανικό Μουσείο της Μεταναστεύσεως (American Museum of Immigration).Την πρόταση για την κατασκευή του αγάλματος διατύπωσε ένας Γάλλος ιστορικός, ο Εντουάρ ντε Λαμπουλάϊγ, μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο πόλεμο.
Συγκεντρώθηκε ένας ικανός αριθμός χρημάτων με εισφορές του γαλλικού λαού και το έργο άρχισε στη Γαλλία το 1875, υπό την διεύθυνση του γλύπτη Φρεντερίκ-Ωγκύστ Μπαρτολντί.

Το άγαλμα κατασκευάστηκε από φύλλα χαλκού, που σφυρηλατήθηκαν με το χέρι για να πάρουν το επιθυμητό σχήμα και συναρμολογήθηκαν πάνω σε έναν σκελετό από τέσσερα γιγάντια χαλύβδινα υποστηρίγματα, τον οποίο είχε σχεδιάσει ο διάσημος από την κατασκευή του Πύργου του Άιφελ, Αλεξάντρ-Γκυστάβ Άιφελ.

Το 1885 το περατωμένο άγαλμα, που είχε ύψος 46 μέτρα περίπου (151 πόδια και 1 ίντσα) και ζύγιζε 225 τόνους, αποσυναρμολογήθηκε και φορτώθηκε για να μεταφερθεί στην Πόλη της Νέας Υόρκης. Το βάθρο, που κατασκευάστηκε μέσα από τα τείχη του φρουρίου Γουντ στη νησίδα Μπέντλο, περατώθηκε αργότερα.

Το άγαλμα στήθηκε στο βάθρο του και στις 28 Οκτωβρίου 1886 αφιερώθηκε στον πρόεδρο Κλήβελαντ.Την διαχείριση και φροντίδα του αγάλματος είχε στην αρχή η Επιτροπή Φάρων, επειδή ο φωτεινός πυρσός θεωρήθηκε ως είδος φάρου για τους ναυτιλλομένους. Επειδή όμως το φρούριο Γουντ εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται από τον αμερικανικό στρατό, το άγαλμα μεταφέρθηκε το 1901 στο υπουργείο των Στρατιωτικών.

Το 1924 ανακηρύχθηκε εθνικό μνημείο. Το 1937 το φρούριο Γουντ αποστρατιωτικοποιήθηκε και το υπόλοιπο νησί ενσωματώθηκε στο μνημείο ως περιβάλλων χώρος. Το 1956 το νησί Μπέντλο μετονομάσθηκε σε "Νησί της Ελευθερίας" (Liberty Island) και το 1965 προστέθηκε στο συγκρότημα η γειτονική νησίδα 'Ελις, άλλοτε σταθμός μεταναστών. Η συνολική έκταση του χώρου του μνημείου έφθασε έτσι τα 23,63 εκτάρια.Είπαμε ανωτέρω ότι κατά την εκδοχή της εγκυκλοπαίδειας "Μπριτάννικα" το άγαλμα παρουσιάζει μια γυναίκα να κηρύττει την ελευθερία, υπονοώντας ότι η γυναίκα αυτή είναι προσωποποιημένη η Ελευθερία.

(Πηγή : Βικιπαίδια)


Η Εκάτη,
θεά της μαγικής τέχνης στον κάτω κόσμο, ήταν το μοναδικό παιδί των Τιτάνων Πέρση και Αστερία. Από τους γονείς της κληρονόμησε δυνάμεις πάνω στην γη, τη θάλασσα και τον ουρανό. Βοήθησε τη θεά Δήμητρα στην αναζήτηση της Περσεφόνης και μετά την επανένωσή τους έγινε διάκονος της Περσεφόνης και σύντροφος του Άδη. Ήταν στενά συνδεδεμένη με τα Ελευσίνεια μυστήρια.

Η Εκάτη συνήθως απεικονιζόταν σε σχέδια πάνω σε αγγεία κρατώντας 2 πυρσούς. Σε αγάλματα μερικές φορές απεικονιζόταν σε τριπλή μορφή. Άλλο όνομα με το οποίο ήταν γνωστή είναι Περσίς.
Λατρευόταν στη Θράκη και στα παράλια της Μικράς Ασίας. Πίστευαν ότι στέλνει φαντάσματα τη μέρα και τη νύχτα.
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι συχνάζει στα τρίστρατα και εκεί πρόσφεραν συνήθως φαγητά και θυσίαζαν συνήθως σκύλους.

(πηγή : esoterica.gr)
————
Θεά της μαγικής τέχνης στον κάτω κόσμο, ήταν το μοναδικό παιδί των Τιτάνων Πέρση και Αστερίας. Από τους γονείς της κληρονόμησε δυνάμεις πάνω στην γη, τη θάλασσα και τον ουρανό. Βοήθησε τη θεά Δήμητρα στην αναζήτηση της Περσεφόνης και μετά την επανένωσή τους έγινε συνοδός της Περσεφόνης και σύντροφος του Άδη. Ήταν στενά συνδεδεμένη με τα Ελευσίνεια μυστήρια.

Η Εκάτη συνήθως απεικονιζόταν σε σχέδια πάνω σε αγγεία κρατώντας 2 πυρσούς. Σε αγάλματα μερικές φορές απεικονιζόταν σε τριπλή μορφή. Άλλο όνομα με το οποίο ήταν γνωστή είναι Περσηίς.
Η Εκάτη είναι αρχαία ελληνική θεότητα. Από γλωσσολογικής άποψης το όνομά της φαίνεται ότι είναι ελληνικό και σχετίζεται πιθανώς με το επίθετο εκατηβόλος που αποδιδόταν στον Απόλλωνα. Υπάρχουν τίτλοι της όπως το άγγελος και το φωσφόρος. Με τον δεύτερο τίτλο πολλές φορές ονομάζεται «φορέας του φωτός» (βλ. Ευριπίδου Ελένη).

Ο ποιητής της Θεογονίας Ησίοδος αναγνωρίζει στο πρόσωπό της την πανίσχυρη Κυρία των τριων βασιλείων: γης, ουρανού και θάλασσας. Λέει, ακόμη, πως η θεά ασκούσε την κυριαρχία της από την εποχή των Τιτάνων πριν πάρει την εξουσία ο Ζευς και η τάξη του. Ο νέος κυβερνήτης του κόσμου την τίμησε, αφήνοντάς την στο αρχικό μεγαλείο της.

Η Εκάτη βοηθά τους πολεμιστές στον πόλεμο και τους βασιλείς στην απονομή της δικαιοσύνης. Φέρνει τιμές στους αθλητικούς αγώνες, παραστέκει τους κυνηγούς και τους ψαράδες και μαζί με τον Ερμή, προστατεύει τα κοπάδια. Τέλος, αποκαλείται κουροτρόφος.
Σημαντική είναι η παρουσία της στον περίφημο μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης». Όπως και η Δήμητρα, ακούει τη φωνή του απαχθείσας κόρης. Τη συναντά κρατώντας φως στο χέρι της και ρωτάει τον απαγωγέα με λόγια που ανήκουν στη Δήμητρα, σύμφωνα με μια ορφική απόδοση ομηρικού ύμνου.

Ο ποιητής μας λέει πως και οι δύο πηγαίνουν να βρουν τον Ήλιο, τον αυτόπτη μάρτυρα. Υφίστανται δύο αποδόσεις του μυθολογήματος. Στη μία πρωταγωνιστεί η Δήμητρα και στην άλλη η Εκάτη, που πηγαίνει μάλιστα και στον Κάτω Κόσμο για να αναζητήσει την Περσεφόνη. Αφού συναντηθούν η μητέρα με την κόρη, η Εκάτη εμφανίζεται για άλλη μια φορά στον ύμνο, για να παραλάβει την Κόρη και να μείνει για πάντα μαζί της. Η Εκάτη και η Περσεφόνη είναι το ίδιο αδιαχώριστες, όπως η Περσεφόνη και η Δήμητρα. Σύμφωνα με τον ύμνο, η Γαία, η Μητέρα Γη, δεν έχει καμία σχέση με τη Δήμητρα, καθώς θεωρείται συνένοχη του απαγωγέα.

Ο Αισχύλος τη συνδέει με τη Σελήνη και την παρουσιάζει ως Άρτεμι-Εκάτη, ενώ ο Ευριπίδης τη θεωρεί κόρη της Λητούς, και πρώτος στη Μήδεια την παρουσιάζει ως θεά προστάτιδα των μαγισσών. Η Εκάτη λοιπόν συνδέεται και συνταυτίζεται με τη Δήμητρα, την Περσεφόνη, τον Ερμή και τον Κάτω Κόσμο, τη Γη, τον Πάνα, την Κυβέλη και τους Κορύβαντες, τις Χάριτες στη μορφή που έχει ως προστάτις των καλλιεργειών και της γης. Ως Άρτεμις Ευπλοία αποκτά θαλάσσιο χαρακτήρα και συνδέεται με το ναυτικό επάγγελμα.

Η σχέση της Εκάτης με την Άρτεμι γίνεται φανερή από ένα μύθο του Εφέσου. Επειδή η γυναίκα του Εφέσου υποδέχθηκε άσχημα τη θεά και της αρνήθηκε τη φιλοξενία, η Άρτεμις τη μεταμόρφωσε για λίγο σε σκύλο. Όταν όμως πήρε πάλι την ανθρώπινη μορφή της, η γυναίκα του Εφέσου ένιωθε τόσο ντροπιασμένη, ώστε κρεμάστηκε. Η θεά την επανέφερε στη ζωή και εκείνη πήρε το όνομα της Εκάτης. Άγαλμα της Εκάτης είχε στηθεί κοντά στο ναό της Εφεσίας Αρτέμιδος.

Στους ύστερους χρόνους δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη χθόνια υπόστασή της και στις μαγικές της ιδιότητες. Τότε εμφανίστηκε με τρομακτική μορφή όπως η Μέδουσα και οι Ερινύες. Με την εκδοχή αυτή συνδέονται οι οικιακοί καθαρμοί, τα οξυθύμια, με τα οποία διώχνονταν από το σπίτι τα κακά πνεύματα. Αφιερωμένος στην Εκάτη ήταν ο χώρος που βρισκόταν μπροστά από την πύλη του ναού, της πόλης ή του οίκου. Λατρευόταν για τις μαγικές της κυρίως ιδιότητες, για τη δύναμη που είχε να κρατάει μακριά από την καθημερινή ζωή το κακό.

Στον ελληνικό κόσμο η κλασική μορφή της Εκάτης στέκει αυστηρή και παράξενη, ανάγλυφη πάνω σε ένα τρίγωνο, με τα πρόσωπά της στραμμένα σε τρεις κατευθύνσεις. Οι Έλλνες προσπάθησαν να απαλλαγούν από την αυστηρότητα αυτών των αγαλμάτων διασπώντας την τρισυπόσταση θεότητα σε τρεις παρθένες χορεύτριες. Στις μεταγενέστερες εποχές, επέμειναν εντονότερα στην τρισυπόστατη όψη της θεότητας από ό,τι στην κλασική εποχή του Ησίοδου.

Το γεγονός πως τα Εκάτεια τελούνταν σε τρίστρατα και πως αυτοί οι τόποι ήταν ειδικά αφιερωμένοι στην Εκάτη δεν αντιστρατεύεται στην ησιοδική ή κοσμική σύλληψη του αριθμού τρία. Όλα τα τρίστρατα προβάλλουν ξεκάθαρα τη δυνατότητα διαίρεσης του κόσμου σε τρία μέρη. Ταυτόχρονα η Εκάτη, ως κυρία των πνευμάτων, προειδοποίησε τους Έλληνες πως μια τριπλή διαίρεση θα δημιουργούσε αναγκαστικά δίπλα στον οργανωμένο κόσμο του Δία μια χαοτική περιοχή, στην οποία θα συνέχιζε να υπάρχει το αμορφοποίητο μέρος του αρχέγονου κόσμου ως Κάτω Κόσμος. Οι Έλληνες θεώρησαν πως η τριπλότητα της Εκάτης ήταν κάτι υποχθόνιο.

Σε προγενέστερες περιόδους, πριν ακόμη απολιθωθούν τα τρία πρόσωπα της Εκάτης στα γνωστά Εκάτεια, αυτές οι τρεις όψεις φαίνεται πως αποτελούσαν πολλές μορφές ή βασίλεια του κόσμου, πολλές δυνατές εξελίξεις της μιας και ίδιας συμπαγούς ιδέας. Έτσι, στη μορφή αυτής που προφανώς είναι η μικρότερη των θεαινών, η κατώτερη από τις τρεις, διακρίνεται μια εσωτερική σχέση ανάμεσα στη Δήμητρα, την Κόρη και την Εκάτη. Από εδώ πηγάζει και η προφανής ιδέα του μυθολογήματος, όπως ξεδιπλώνεται στον ύμνο.

Πηγή : Βικιπαίδια)

ΑΣΠΑΣΙΑ ΜΠΙΚΑΚΗ Η βελόνα είναι το πινέλο μου, τα νήματα τα χρώματά μου!


Μια αυθεντική Κρήτη αποτυπωμένη ολάκερη πάνω σε πίνακες κεντημένους στο χέρι, έτσι όπως την είδαν τα μάτια της «Χανιώτισσας ναϊφ», όπως την ονόμασαν, καλλιτέχνιδας Ασπασίας Μπικάκη, που γεννήθηκε στο Σφακοπηγάδι Κισσάμου:

«Ανακάλυψα από πολύ νωρίς ότι διέθετα μια απίστευτη ικανότητα να ζωγραφίζω με τα κάρβουνα το κάθε τι που έβλεπα. Εκτός από αυτό όμως ήμουν και πολύ καλή μαθήτρια κι οι δάσκαλοι παρότρυναν τους γονείς μου να μη σταματήσω στο Δημοτικό αλλά να συνεχίσω και στο Γυμνάσιο. Δυστυχώς οι συνθήκες ήταν δύσκολες κι όπως όριζαν οι νόμοι του τότε, αφού είχα δυο αγόρια αδέλφια, εκείνα ήταν που είχαν την προτεραιότητα στις σπουδές κι όχι εγώ, το θηλυκό.

Δεν το έβαλα όμως κάτω κι άρχισα με έναν δικό μου εντελώς τρόπο να ενημερώνομαι για όλα όσα τα άλλα παιδιά μάθαιναν πηγαίνοντας στο σχολειό. Με ενδιέφερε και φρόντιζα όχι απλώς να μαθαίνω επιφανειακά αλλά να καταγράφω στο μυαλό μου το κάθε τι: από τα παλιά σπίτια που ήταν σκεπασμένα με ένα χώμα που λέγονταν κομόλιθορος, από το επάγγελμα που έκανε ο παππούς, από το πώς έπιανε το αλέτρι του και πως έλεγαν τα εργαλεία του, από το πάτημα των σταφυλιών, από τους τρόπους που γίνονταν οι γάμοι, διαφορετικά σε κάθε περιοχή - διαφορετικά στα Χανιά, διαφορετικά στα Σφακιά και διαφορετικά στο Ηράκλειο - τα πάντα σας λέω με ενδιέφεραν…

Με έστελναν στα πρόβατα κι εγώ, αν έπαιρνε κάτι το μάτι μου, σήκωνα τις πέτρες για να δω τι είναι από κάτω και να εξερευνήσω τη φύση. Γύριζα συνεχώς σπίτι μου με τα χέρια γεμάτα λουλούδια γιατί ήθελα να ξέρω τι είναι αυτό, τι είναι εκείνο, πως το λένε, πότε ανθίζει…
Έτσι ήμουν πολύ μικρή κι ήξερα κιόλας το κάθε τι που γεννά η κρητική φύση, από τις σφακομηλιές, τους ασπάλαθους, τις αδραμιθιές, τους αθάνατους, τους πρίνους… οτιδήποτε με δυο λόγια μπορεί να βάλλει ο νους σας καταγράφτηκε τότε στα μάτια ενός κοριτσιού που ακόμα καλά-καλά δεν είχε πατήσει τα δώδεκα».

ΑΣΠΑΣΙΑ ΜΠΙΚΑΚΗ - Η βελόνα είναι το πινέλο μου, τα νήματα τα χρώματά μου!

Η ασίγαστη όμως φιλομάθεια, ανησυχία και περιέργεια της Ασπασίας Μπικάκη, εκτός από την φύση την τραβούσε συνεχώς και κοντά σε μεγαλύτερους ανθρώπους, γεγονός που δεν άργησε να παρουσιάσει τα θετικά και καθοριστικά για την υπόλοιπη ζωή της, αποτελέσματα: «Δεν μου άρεσε σαν παιδί να πηγαίνω πουθενά αλλού εκτός από το να βρίσκομαι κοντά στις γιαγιάδες, με τραβούσε η περηφάνια τούτων των γυναικών, τα σπίτια τους, τα κάδρα που έβλεπα στους τοίχους, τα κεντημένα «καλωσήλθατε»… Και τις ρωτούσα συνεχώς για το κάθε τι.

Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησα να μαθαίνω κέντημα και σε ηλικία δεκατριών χρονών τα ήξερα ήδη όλα, κοφτά, αζούρια, όλα! Τότε μάλιστα δεν υπήρχαν μηχανές, σπάνια να έβρισκες μια χειροκίνητη και θυμάμαι πως όταν για πρώτη φορά με έβαλαν να καθίσω σε μια από αυτές τις χειροκίνητες μηχανές, ήμουν τόσο μικρή που τα πόδια μου δεν έφταναν στο πάτωμα και μου έφεραν ένα κουτσουράκι για να τα ακουμπήσω.

Από εκεί με ανακάλυψαν και όταν η Singer δημιούργησε τη πρώτη σχολή κεντήματος στο χωριό για να μαθαίνουν τα κορίτσια να κάνουν ότι ως τότε έκαναν οι γιαγιάδες μας, μου πρότειναν να διδάξω εγώ και τότε ήμουν μόλις δεκατεσσάρων χρονών. Λίγο αργότερα μου πρότειναν να διδάξω και στο Καστέλι, στην Οικοκυρική Σχολή του Μεγάλου Ειρηναίου που ήταν τριετούς φοιτήσεως και όντως το έκανα αφιλοκερδώς για το χατίρι του. Στη συνέχεια όμως άρχισαν να με ζητάνε και σε άλλα χωριά όπως στην Παλιόχωρα, στη Κάνδανο και στα Τεμένια κι εγώ συνέχισα να ανταποκρίνομαι έως και το 1973 που έφυγε ο Δεσπότης στη Γερμανία κι αποφάσισα μαζί με τη γνωστή λαογράφο κ. Σταθάκη να στήσω ένα πολύ μικρό εργαστήρι με στόχο την συλλογή της παράδοσης.

Η αυθεντική και όχι εμπορευματοποιημένη παράδοση έχει απαιτήσεις κι όπως λέει η Ασπασία Μπικάκη οι στόχοι της ανέκαθεν σκόπευαν στον «πρωταθλητισμό» της παράδοσης που λάτρεψε: «Αν όλα όσα έχω κάνει τα έκανα με τη ζωγραφική ή με το απλό, το κλασικό κέντημα, όπως είναι το κομπλέν, η σταυροβελονιά, το ανεβατό, η βυζαντινή βελονιά κι όλα τα υπόλοιπα, θα ήταν για μένα κάτι εύκολο, σαν παιδική χειροτεχνία. Ασχολήθηκα όμως με το συγκεκριμένο είδος κεντήματος το οποίο πρέπει να σας πω ότι είναι όλες μαζί οι παραδοσιακές μας βελονιές, ούτως ώστε να έχουν αυτή την απόδοση παρουσιάζοντας το ανάγλυφο και τη σκιά εκεί που τα θέλω.

Είναι μια τεχνική μ’ άλλα λόγια που για να την ανακαλύψω πειραματιζόμουν πολλά χρόνια, επειδή ήθελα πάση θυσία να παραμείνουν στο πέρασμα των αιώνων οι εικόνες του τόπου μας έτσι όπως καταγράφτηκαν στο δικό μου το μυαλό όταν ήμουν παιδί. Δεν θα ήθελα με τίποτα να εξαφανιστούν στο πέρασμα του χρόνου και η ζωγραφική ξέρετε πολλές φορές γίνεται ευάλωτη σε διάφορες καιρικές συνθήκες. Αυτό όμως που βλέπετε είναι αήττητο, δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ και με τίποτα να επηρεαστεί από οτιδήποτε, όσο σκληρά κι αν του φερθεί ο χρόνος γι΄αυτό κιόλας το λάθος εδώ είναι ασυγχώρητο.

Ούτε διορθώνεται ούτε ξηλώνεται… Δεν με πειράζει όμως, προκειμένου να καταχωρήσω και να αφήσω πίσω την παράδοση μας ανόθευτη, δεν με πειράζει τίποτα. Μπορεί ας πούμε να δουλεύω ένα έργο για τρία, για τέσσερα, για πέντε χρόνια και να εξακολουθώ να το δουλεύω αγόγγυστα αρκεί να αποτυπώσω εκείνο που πολύ πριν αποτυπωθεί πάνω στο πανί έχει αποτυπωθεί μέσα στο δικό μου το μυαλό. Γιατί αυτός είναι και ο τρόπος που δουλεύω εγώ. Πως ας πούμε ο άλλος κρατά τη φωτογραφική του μηχανή, πηγαίνει μια βόλτα και αποτυπώνει το θέμα που φωτογράφισε μέσα στο φιλμ;
Εμένα το δικό μου το θέμα πολύ πριν ξεκινήσω να το μεταφέρω στο πανί έχει ήδη αποτυπωθεί μέσα στο μυαλό μου, είναι ήδη τελειωμένο. Δεν ξέρω πως γίνεται, αλλά ειλικρινά όταν δουλεύω αισθάνομαι σαν κάποιος μου κατευθύνει το χέρι και το μυαλό μου… Κι αυτό, το ότι δηλαδή τα έργα μου δεν είναι αντιγραφή από πουθενά αλλά κάτι που ούτε κι εγώ ξέρω πως αναβλύζει από μέσα μου, είναι και ο λόγος που το Υπουργείο Πολιτισμού μετά από ενδελεχείς έρευνες και μελέτες τα έκρινε μουσειακά δίνοντας μου μάλιστα και copyright ούτως ώστε να μη μπορούν να αντιγραφτούν, και κατ’ επέκταση να κακοποιηθούν, από κανέναν».

http://www.stigmes.gr/gr/grpages/articles/aspasiabikaki.html


http://dyosmaraki.blogspot.com/2007/09/blog-post_21.html

Diamanda Galás


Diamanda Galás (born August 29, 1955) is a Greek- American-born avant-garde performance artist, vocalist, keyboardist, and composer.

Known for her expert piano as well as her distinctive, operatic voice, which has a three and a half octave range, Galás has been described as "capable of the most unnerving vocal terror"[1]. Galás often shrieks, howls, and seems to imitate glossolalia in her performances. Her works largely concentrate on the topics of suffering, despair, condemnation, injustice and loss of dignity. She has worked with many avant-garde composers, including Iannis Xenakis, Vinko Globokar and John Zorn.

Bio
Galás was born to Greek Orthodox parents. Raised in San Diego, California, she studied both jazz and classical music from an early age, training which reveals itself throughout all her work. She studied a wide range of musical forms, as well as visual-art performance, before moving to Europe. There she made her performance debut at the Festival d'Avignon in France in 1979, performing the lead in the opera, "Un Jour comme un autre", by composer Vinko Globokar, based upon Amnesty International's documentation of the arrest and torture of a Turkish woman for alleged treason

Her work first garnered widespread attention with the controversial 1991 live recording of the album Plague Mass (1984 - End of the Epidemic) in the Cathedral of Saint John the Divine in New York. With it, Galás attacked the Roman Catholic Church (and society in general) for its indifference to AIDS using biblical texts. In the words of Terrorizer Magazine, "The church was made to burn with sound, not fire."[2]. Plague Mass was a live rendition of excerpts from her Masque Of The Red Death trilogy which began as a response to and indictment of the effects of AIDS on the "silent class". After production of the trilogy's first volume began, Galás' brother, playwright Philip-Dimitri Galás, contracted HIV, which inspired the artist to redouble her efforts, resulting in the development of the aforementioned performance. During the period of these recordings, Galás had we are all HIV+ tattooed upon her knuckles; an artistic expression of disillusionment and disgust with the ignorance and apathy surrounding the AIDS epidemic. Her brother, who died during the trilogy's final production, reportedly appreciated her efforts.

In 1994, Galás collaborated with Led Zeppelin bassist John Paul Jones, a longtime admirer of the singer. The resultant record, The Sporting Life, while containing much of Galás's trademark vocal gymnastics, is probably the closest she has ever come to rock music, and is comprised of nearly all original material.

Galás also performs as a blues artist interpreting a wide range of songs into her unique piano and vocal styles, beginning with Let My People Go, from volume 3 of the Masque trilogy, You Must Be Certain of the Devil. This aspect of her work is perhaps best represented by her 1992 album, The Singer, where she covered the likes of Willie Dixon, Roy Acuff, and Screamin' Jay Hawkins while accompanying herself on piano. For that album, she also recorded several traditional songs as well as the rarely heard Desmond Carter-penned version of Gloomy Sunday. Many of the traditionals recorded for The Singer were historically sung by the black slaves of the southern United States. Galás, however, sung these songs for the daily struggle of People With AIDS (PWAs). Galás used many of her selections both within and outside of blues repertoire resulting in numerous song cycles: Reap What You Sow, Malediction and Prayer: Concert for the Damned, Frenzy: Concert for Aileen Wuornos, Burning Hell, La Serpenta Canta, Songs of Exile, Guilty Guilty Guilty, Les chansons malheureuses, Valentine's Day Massacre, and You're My Thrill. Some song selections have sometimes been categorized as "homicidal love songs". She also focuses on the death penalty. The above mentioned "Frenzy: Concert for Aileen Wuornos", was dedicated to the executed serial killer, and features cover versions of Phil Ochs's "Iron Lady" and Hank Williams' "I'm So Lonesome I Could Cry".

Galás has published one book, 1996's The Shit of God (ISBN 185242432X). It contains many of her original writings, and was published because, she says, many people cannot understand her on the records.

In 1997, Galás contributed her voice to the CD Closed on Account of Rabies, a double disc tribute to Edgar Allan Poe with various musicians, including Iggy Pop, Debbie Harry and Marianne Faithfull lending their voice to the tales of the legendary horror author. Galás read "The Black Cat" which became the longest recording on the compilation, reaching 36 minutes and 58 seconds.

In 2000, Galás worked with Recoil (former Depeche Mode member Alan Wilder's solo project), contributing her voice to the Liquid album. She's the leading vocalist on the album's first single, "Strange Hours", for which she also wrote the lyrics, but she can be heard on "Jezebel" and "Vertigen" as a backing vocalist.

In 2005, she was awarded Italy's prestigious Demetrio Stratos International Career Award.

In late 2003, Galás released the album "Defixiones, Will and Testament: Orders from the Dead," an 80-minute memorial tribute to the Armenian, Greek, Assyrian and Hellenic victims of the Turkish genocide. "Defixiones" refers to the warnings on Greek gravestones against removing the remains of the dead.

As of July 2007, Galás continues to tour her latest song cycles. Her newest record, Guilty Guilty Guilty, was released on Mute records on April 1, 2008. You're My Thrill is also set for release on Mute; however, a firm release date has not been made available.

Galás has interpreted poetry by Charles Baudelaire (on The Litanies of Satan), Paul Celan, Pier Paolo Pasolini, Henri Michaux, Gerard de Nerval, César Vallejo, Siamanto, and Adonis (on Defixiones).

Film work

She was the voice of the dead in The Serpent and the Rainbow, along with providing the song which closes the film, a cover of the Schwartz-Dietz song "Dancing in the Dark." "Le treizième revient" and "Exeloume" appear on the soundtrack to Derek Jarman's The Last of England. She also contributed her voice to Francis Ford Coppola's film Dracula (1992) as a group of female vampires. Excerpts from Galás' "I Put a Spell On You", "Vena Cava", "The Lord is My Shepherd", and "Judgement Day" appeared in Oliver Stone's Natural Born Killers.

Critical response

Susan McClary wrote in her 1991 book, Feminine Endings: Music, Gender, and Sexuality, that Galás "heralds a new moment in the history of musical representation", after describing her thus: "Galás emerged within the post-modern performance art scene in the seventies ... protesting... the treatment of victims of the Greek junta, attitudes towards victims of AIDS... Her pieces are constructed from the ululation of traditional Mediterranean keening ... whispers, shrieks, and moans."

Discography

* 1982 - The Litanies of Satan - notable for "Wild Women with Steak-Knives (The Homicidal Love Song for Solo Scream)"
* 1984 - Diamanda Galás - AKA Panoptikon - AKA The Metalanguage Album
* 1986 - The Divine Punishment
* 1986 - Saint of the Pit
* 1988 - You Must Be Certain of the Devil
* 1989 - Masque of the Red Death Trilogy: The Divine Punishment & Saint of the Pit / You Must Be Certain of the Devil
* 1991 - Plague Mass (Live)
* 1992 - The Singer
* 1993 - Vena Cava (Live)
* 1994 - The Sporting Life, with John Paul Jones
* 1996 - Schrei X (Live)
* 1998 - Malediction & Prayer (Live)
* 2003 - La Serpenta Canta (Live)
* 2003 - Defixiones, Will and Testament (Live)
* 2008 - Guilty Guilty Guilty (Live)
* 2009-10 - The Cleopatra Set (Live) (released as individual tracks on official website)
* 2009 - You're My Thrill TBA Mute (Live)

Σχετικά με την λογοκρισία του βίντεο της γυάλινης αίθουσας του Κώστα Γαβρά.


Σχετικά με την λογοκρισία του βίντεο της γυάλινης αίθουσας του Κώστα Γαβρά.
Κοινοποίηση
Τετάρτη, 29 Ιουλίου 2009 στις 12:54 π.μ. | Επεξεργασία Σημείωσης | Διαγραφή
Η ισοπεδωτική νοοτροπία και η κατάργηση των πάντων είναι ανούσια! Δεν μας τιμά καθόλου η απόλυτη απαξίωση και η επιλογή μέρους της ιστορίας μας ως ιδανικότερη!
Πάντα σε ολοκληρωτικά καθεστώτα παρουσιάζονται βίαια γεγονότα και για αυτό θα πρέπει να είμαστε συνετοί, αρνούμενοι άλλον έναν ‘’νεοολοκληρωτισμό’’ που θέλει να απαξιώσει την πορεία της ίδιας μας της ιστορίας!

Τραγικό και αφελές λάθος η λογοκρισία στο βίντεο του Κώστα Γαβρά και πρέπει ΑΠΟΛΎΤΩΣ να αποκατασταθεί !! Σαφώς το μέρος της αναπαράστασης του φιλμ δεν αποτελεί αφορμή για εχθρότητα η οποιαδήποτε εναντίωση προς την ορθόδοξη εκκλησία, πράγμα που θα ήταν πραγματικά ανόητο! Την ίδια στιγμή η θέση των όποιων κληρικών και οι αντιδράσεις της ιεράς συνόδου διαμορφώνουν την εντύπωση του ευάλωτου και με τον τρόπο αυτόν διασύρουν την αξιοπρέπεια της ίδιας της εκκλησίας μειώνοντας το κύρος της εν μέσο διαμαρτυριών καθώς επιδιώκουν να καλύψουν εκείνην την ιστορική πραγματικότητα!

Σε καμία περίπτωση ΔΕΝ ανεχόμαστε άλλον στρουθοκαμηλισμό ούτε εθελοτυφλούμε έναντι της ιστορικής πραγματικότητας χωρίς αυτό να σημαίνει την οποιαδήποτε μορφή εναντίωσης!!!
Ας ανοίξουμε τα μάτια μας επιτέλους για να αντιληφθούμε τι πραγματικά συμβαίνει χωρίς επιπολαιότητες και υπερβολές , αλλά με σοφία και σύνεση. Διότι στην αντίθετη περίπτωση θα επαναλάβουμε χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε , ότι ακριβώς έγινε και στο λογοκριμένο μέρος του βίντεο!!
Με αφορμή αυτό το γεγονός θεωρώ ότι καλούμαστε να μάθουμε από την ίδια μας την ιστορία τόσο στο να υπερασπίσουμε τα ιστορικά κεκτημένα μας όσο και στο να αποφύγουμε λάθη του παρελθόντος μας! Τι πιο Σοφότερο?

‘’αν δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε τότε μιμούμαστε αυτό που καταγγέλλουμε’’ ….φυσικά το απεύχομαι!!

http://www.youtube.com/watch?v=1rFgq7MsRe8